μεταγενεστέρων

μεταγενεστέρων
μεταγενέστερος
fem gen pl
μεταγενέστερος
masc/neut gen pl
μεταγενής
born after
fem gen comp pl
μεταγενής
born after
masc/neut gen comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • -άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… …   Dictionary of Greek

  • Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”